Трезвый στα ελληνικά
Μετάφραση: трезвый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έξυπνος, πανέξυπνος, καπάτσος, ξεμέθυστος, τετραπέρατος, νηφάλιος, νηφάλια, νηφάλιο, νηφάλιοι, διακριτικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- варить στα ελληνικά - φτιάχνω, ποτό, βράζω, βράσιμο, μαγειρεύω, κάνω, κατασκευάζω, ...
- гипнотизм στα ελληνικά - υπνωτισμός, υπνωτισμό, υπνωτισμού, τον υπνωτισμό, ο υπνωτισμός
- говеть στα ελληνικά - γρήγορος, γρήγορα, προετοιμαστούν για την, προετοιμαστούν για, προετοιμασία για, προετοιμαστεί για, να προετοιμαστούν για
- дефект στα ελληνικά - ατέλεια, λάθος, μειονέκτημα, ζουζούνι, ψεγάδι, αποστατώ, αμαυρώνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Трезвый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έξυπνος, πανέξυπνος, καπάτσος, ξεμέθυστος, τετραπέρατος, νηφάλιος, νηφάλια, νηφάλιο, νηφάλιοι, διακριτικό
Μεταφράσεις: έξυπνος, πανέξυπνος, καπάτσος, ξεμέθυστος, τετραπέρατος, νηφάλιος, νηφάλια, νηφάλιο, νηφάλιοι, διακριτικό