Труд στα ελληνικά
Μετάφραση: труд, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δουλειά, δουλειές, κοπιάζω, δουλεύω, εργασία, γραμμή, ρυτίδα, παρατάσσω, κατοχή, επιχείρηση, εργάζομαι, κατάληψη, επενδύω, επάγγελμα, υπόθεση, εργασίας, εργατικού δυναμικού, της εργασίας, δυναμικού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- амфибийный στα ελληνικά - αμφίβιο, αμφιβίων, αμφιβίου, των αμφιβίων, αμφίβιου αεροπλάνου
- внеурочный στα ελληνικά - εξωσχολικές, εξωσχολικών, εξωσχολική, τις εξωσχολικές, των εξωσχολικών
- гнущийся στα ελληνικά - ευλύγιστος, εύκαμπτος, ευέλικτος, ευέλικτη, ευέλικτο, εύκαμπτο
- жестикулировать στα ελληνικά - χειρονομία, χειρονομώ, γνέφω, χειρονομούν
Τυχαίες λέξεις
Труд στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δουλειά, δουλειές, κοπιάζω, δουλεύω, εργασία, γραμμή, ρυτίδα, παρατάσσω, κατοχή, επιχείρηση, εργάζομαι, κατάληψη, επενδύω, επάγγελμα, υπόθεση, εργασίας, εργατικού δυναμικού, της εργασίας, δυναμικού
Μεταφράσεις: δουλειά, δουλειές, κοπιάζω, δουλεύω, εργασία, γραμμή, ρυτίδα, παρατάσσω, κατοχή, επιχείρηση, εργάζομαι, κατάληψη, επενδύω, επάγγελμα, υπόθεση, εργασίας, εργατικού δυναμικού, της εργασίας, δυναμικού