Трясущийся στα ελληνικά

Μετάφραση: трясущийся, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επισφαλής, doddering
Трясущийся στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безучастный στα ελληνικά - ουδέτερος, άδειος, αδιάφορος, οκνός, νεκρό, κενός, ράθυμος, ...
  • болтливость στα ελληνικά - φλυαρία
  • бурса στα ελληνικά - Προύσα, Bursa, θύλακο, της Προύσας, αρθρικού θύλακα
  • джемс στα ελληνικά - Gems, Πολύτιμοι λίθοι, λίθοι, πετράδια, πολύτιμους λίθους
Τυχαίες λέξεις
Трясущийся στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επισφαλής, doddering