Трёп στα ελληνικά
Μετάφραση: трёп, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
Γενική, Γενικές, Γενικά, Γενικής, Γενικός
Μεταφράσεις
- бурно στα ελληνικά - θυελλώδης, πρόχειρα, πολυτάραχος, περίπου, χονδρικά, προσέγγιση, σχεδόν, ...
- ворковать στα ελληνικά - μουρμουρίζω, τρυφερολόγημα, ερωτολογώ, COO, ΟΟΟ
- гейзер στα ελληνικά - θερμοσίφωνας, θερμοπίδακας, θερμοσίφωνα, Θερμοπίδακας, geyser, στολιδάκι
- глист στα ελληνικά - κράνος, σκουλήκι, worm, ιός τύπου worm, τύπου worm, ιό τύπου worm
Τυχαίες λέξεις
Трёп στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: Γενική, Γενικές, Γενικά, Γενικής, Γενικός
Μεταφράσεις: Γενική, Γενικές, Γενικά, Γενικής, Γενικός