Тщедушие στα ελληνικά

Μετάφραση: тщедушие, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αδυναμία, ατονία, ασθενικότητα, μικρή ισχύς
Тщедушие στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бактериальный στα ελληνικά - βακτηριακός, βακτηριακή, βακτηριακών, βακτηριακής, βακτηριακά
  • беспримерный στα ελληνικά - απαραδειγματιστός, πρωτάκουστων, παλιών, πρωτοφανή, παλιών ή
  • взбелениться στα ελληνικά - παίρνω, αποκτώ, εξόργισε, εξοργισμένος, εξόργισε τις, εξοργίστηκε, εξοργίσει
  • горбун στα ελληνικά - καμπούρα, καμπούρης, καμπούρη, hunchback, Κουασιμόδου
Τυχαίες λέξεις
Тщедушие στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αδυναμία, ατονία, ασθενικότητα, μικρή ισχύς