Тяпнуть στα ελληνικά
Μετάφραση: тяпнуть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαρώ, χτυπώ, σουξέ, τσιμπώ, τσίμπημα, διάκενο, συλλήψεως, λαβίδος, επικαμπή
Μεταφράσεις
- абсентеист στα ελληνικά - απών, απόντων, απόντες, απούσα, απόντα
- выжидание στα ελληνικά - καιροσκοπική, μία καιροσκοπική
- гелий στα ελληνικά - ήλιο, ηλίου, το ήλιο, του ηλίου, ήλιον
- жмурки στα ελληνικά - τυφλόμυγα
Τυχαίες λέξεις
Тяпнуть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαρώ, χτυπώ, σουξέ, τσιμπώ, τσίμπημα, διάκενο, συλλήψεως, λαβίδος, επικαμπή
Μεταφράσεις: βαρώ, χτυπώ, σουξέ, τσιμπώ, τσίμπημα, διάκενο, συλλήψεως, λαβίδος, επικαμπή