Увековечивающий στα ελληνικά
Μετάφραση: увековечивающий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πελώριος, μνημειώδης, μνημειακός, μνημειώδη, μνημειακή, μνημειακό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безусловно στα ελληνικά - ασφαλώς, βέβαια, βεβαίως, τελείως, απολύτως, αναμφισβήτητα, αναμφίβολος, ...
- благодушный στα ελληνικά - είδος, καλόβουλος, καλός, ευγενικός, συνετός, φρόνιμος, ευμενής, ...
- декадент στα ελληνικά - παρηκμασμένος, παρακμιακή, παρακμιακό, παρηκμασμένη, παρακμιακά
- досмотр στα ελληνικά - ανασκόπηση, έρευνα, συγκεντρώνω, επιτήρηση, επίβλεψη, μελέτη, αναζήτηση, ...
Τυχαίες λέξεις
Увековечивающий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πελώριος, μνημειώδης, μνημειακός, μνημειώδη, μνημειακή, μνημειακό
Μεταφράσεις: πελώριος, μνημειώδης, μνημειακός, μνημειώδη, μνημειακή, μνημειακό