Уверить στα ελληνικά
Μετάφραση: уверить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πείθω, βεβαιώνω, διαβεβαιώνω, διαβεβαιώσω, εξασφαλιστεί, εξασφαλίσει, εξασφάλιση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- абстракционизм στα ελληνικά - αφαιρετισμού
- бильярдный στα ελληνικά - μπιλιάρδου, μπιλιάρδο, του μπιλιάρδου, Μπιλιάρδα, τραπέζι μπιλιάρδου
- всухую στα ελληνικά - χωρίς, άνευ, ξηρός, ξηρό, ξηρού, ξηρά, ξηρή
- выгиб στα ελληνικά - κυρτώνω, σκύβω, καμπύλη, καμπυλώνεται, καμπυλώνω, στροφή, κύρτωμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Уверить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πείθω, βεβαιώνω, διαβεβαιώνω, διαβεβαιώσω, εξασφαλιστεί, εξασφαλίσει, εξασφάλιση
Μεταφράσεις: πείθω, βεβαιώνω, διαβεβαιώνω, διαβεβαιώσω, εξασφαλιστεί, εξασφαλίσει, εξασφάλιση