Уверять στα ελληνικά

Μετάφραση: уверять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διηγούμαι, βεβαιώνω, πείθω, αφηγούμαι, καθησυχάζω, λέω, ξεχωρίζω, διαβεβαιώνω, διαβεβαιώσω, εξασφαλιστεί, εξασφαλίσει, εξασφάλιση
Уверять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • варьировать στα ελληνικά - παραλλάζω, ποικίλλω, ποικίλλουν, ποικίλουν, ποικίλει, ποικίλλει, να διαφέρει
  • горжа στα ελληνικά - λαγκάδι, φαράγγι, φαράγγι του, φαράγγι της, χαράδρα, Φαραγγιού
  • десятиборец στα ελληνικά - δεκαθλητής
  • завоевательный στα ελληνικά - επιθετικός, επιθετική, επιθετικό, επιθετικές, επιθετικά
Τυχαίες λέξεις
Уверять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διηγούμαι, βεβαιώνω, πείθω, αφηγούμαι, καθησυχάζω, λέω, ξεχωρίζω, διαβεβαιώνω, διαβεβαιώσω, εξασφαλιστεί, εξασφαλίσει, εξασφάλιση