Увиливать στα ελληνικά

Μετάφραση: увиливать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποφεύγω, υπεκφεύγω, στριφογυρίζω, ελιγμών, wriggle
Увиливать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • батарея στα ελληνικά - μπαταρία, καλοριφέρ, σόμπα, συστοιχία, μπαταρίας, της μπαταρίας, μπαταριών, ...
  • белобрысый στα ελληνικά - δίκαιος, ξανθός, πανηγύρι, ρυμούλκηση, ρυμούλκησης, έλκει, δέσμες, ...
  • великодушие στα ελληνικά - φιλανθρωπία, μεγαλοψυχία, αριστοκρατία, γενναιοδωρία, καλοσύνη, καρδιά, τη γενναιοδωρία, ...
  • дедуктивный στα ελληνικά - επαγωγικός, αφαιρετικής, απαγωγική, επαγωγική, απαγωγικό
Τυχαίες λέξεις
Увиливать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποφεύγω, υπεκφεύγω, στριφογυρίζω, ελιγμών, wriggle