Увлекаться στα ελληνικά
Μετάφραση: увлекаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βρίσκομαι, διανύω, θαυμάζω, είμαι, εμπλακούν, να εμπλακούν, να συμμετέχουν, εμπλακεί, να συμμετάσχουν
Μεταφράσεις
- бесшабашный στα ελληνικά - απεγνωσμένος, ατάσθαλος, παράτολμος, απρόσεκτος, απερίσκεπτος, απελπισμένος, ριψοκίνδυνος, ...
- воздухоплавание στα ελληνικά - αεροναυτική, αεροναυπηγική, αεροναυπηγικής, της αεροναυτικής, της αεροναυπηγικής
- депрессант στα ελληνικά - κάτω, πούπουλο, Ντάουνερ, Ντόουνερ, Downer, ο Ντόουνερ
- дымиться στα ελληνικά - καπνός, καπνίζω, καπνοί, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, αιθάλης
Τυχαίες λέξεις
Увлекаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βρίσκομαι, διανύω, θαυμάζω, είμαι, εμπλακούν, να εμπλακούν, να συμμετέχουν, εμπλακεί, να συμμετάσχουν
Μεταφράσεις: βρίσκομαι, διανύω, θαυμάζω, είμαι, εμπλακούν, να εμπλακούν, να συμμετέχουν, εμπλακεί, να συμμετάσχουν