Углубление στα ελληνικά
Μετάφραση: углубление, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποδοχή, πρίζα, ύφεση, κοίλος, κατάθλιψη, υπόκωφος, βαθουλώνω, στραπατσάρισμα, σηκός, βουτώ, επαύξηση, εντατικοποίηση, κούφιος, ορυχείο, βαθουλωμένος, βαθούλωμα, εμβάθυνση, την εμβάθυνση, εμβάθυνσης, εμβάθυνση της, εμβάθυνση των
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- авторитет στα ελληνικά - αίγλη, γόητρο, εξουσία, αρχή, αρχής, αρχές, αρχή που
- агглютинативный στα ελληνικά - συγκολλητικός, συγκολλητική, συγκολλητικές, συγκολλητικής, τις συγκολλητικής
- выстроить στα ελληνικά - ρυτίδα, γραμμή, κορμοστασιά, ευθυγραμμίζω, εμβέλεια, μπόι, φάσμα, ...
- декабрист στα ελληνικά - Decembrist, Δεκεμβριανή, Δεκεμβριστών
Τυχαίες λέξεις
Углубление στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποδοχή, πρίζα, ύφεση, κοίλος, κατάθλιψη, υπόκωφος, βαθουλώνω, στραπατσάρισμα, σηκός, βουτώ, επαύξηση, εντατικοποίηση, κούφιος, ορυχείο, βαθουλωμένος, βαθούλωμα, εμβάθυνση, την εμβάθυνση, εμβάθυνσης, εμβάθυνση της, εμβάθυνση των
Μεταφράσεις: υποδοχή, πρίζα, ύφεση, κοίλος, κατάθλιψη, υπόκωφος, βαθουλώνω, στραπατσάρισμα, σηκός, βουτώ, επαύξηση, εντατικοποίηση, κούφιος, ορυχείο, βαθουλωμένος, βαθούλωμα, εμβάθυνση, την εμβάθυνση, εμβάθυνσης, εμβάθυνση της, εμβάθυνση των