Удариться στα ελληνικά

Μετάφραση: удариться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καρούμπαλο, κύρτωμα, κραδασμός, επιτυχία, χτυπήσει, χτύπησε, χτυπήσουν, έπληξε
Удариться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • башенка στα ελληνικά - πυργίσκος, πυργίσκου, πυργίσκο, πυργίσκων, εργαλειοδέτη
  • бесхозяйственность στα ελληνικά - κακοδιαχείριση, κακοδιαχείρισης, κακή διαχείριση, κακής διαχείρισης, της κακοδιαχείρισης
  • взгрустнуться στα ελληνικά - vzgrustnut
  • гранатометчик στα ελληνικά - βομβιστής, ρίπτη, ρίπτης, thrower, ρίπτη του τούβλου
Τυχαίες λέξεις
Удариться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καρούμπαλο, κύρτωμα, κραδασμός, επιτυχία, χτυπήσει, χτύπησε, χτυπήσουν, έπληξε