Удел στα ελληνικά

Μετάφραση: удел, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μοιράζομαι, ευτυχία, τύχη, μοίρα, κλήρος, μοιράζω, μερίδα, πεπρωμένο, ειμαρμένη, παρτίδα, πολλά, πολύ, πολλές, πολλή
Удел στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бесполый στα ελληνικά - νεκρό, ουδέτερος, άφυλος, ασεξουαλικών, ασεξουαλική, μονογονική, μονογονικός
  • бронированный στα ελληνικά - θωρακισμένος, θωρακισμένα, θωρακισμένο, τεθωρακισμένα, θωρακισμένων
  • возрасти στα ελληνικά - μεγαλώνω, αυξάνω, αυξάνομαι, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, ...
  • жертва στα ελληνικά - σάρκα, κρέας, βαθμός, σημαίνω, θυσιάζω, σημειώνω, θύμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Удел στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μοιράζομαι, ευτυχία, τύχη, μοίρα, κλήρος, μοιράζω, μερίδα, πεπρωμένο, ειμαρμένη, παρτίδα, πολλά, πολύ, πολλές, πολλή