Уделить στα ελληνικά

Μετάφραση: уделить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περισσευούμενος, χαρίζω, διανέμω, δίνω, παραδίνω, περισσεύω, δίνουν, να δώσει, δώσει, δώσουν, να
Уделить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вестибюль στα ελληνικά - πλατφόρμα, εξέδρα, αίθουσα, προθάλαμος, λόμπι, είσοδος, καταχώρηση, ...
  • детство στα ελληνικά - παιδική ηλικία, παιδικής ηλικίας, την παιδική ηλικία, παιδική, παιδικής
  • додуматься στα ελληνικά - φθάνω, φτάνω, υποθέτω, εικασία, μαντέψει, μαντέψετε, μαντέψουν
  • дозатор στα ελληνικά - Αεροζόλ, μπολάκι, δοσιμετρικόν, Batcher, στοιβάξεως
Τυχαίες λέξεις
Уделить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περισσευούμενος, χαρίζω, διανέμω, δίνω, παραδίνω, περισσεύω, δίνουν, να δώσει, δώσει, δώσουν, να