Удлинитель στα ελληνικά

Μετάφραση: удлинитель, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έκταση, επέκταση, προέκταση, παράταση, επέκτασης, παράτασης
Удлинитель στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • буравить στα ελληνικά - άσκηση, τροχός, τριβελίζω, πλήττω, τρυπάνι, σουβλερός, διατρητικός, ...
  • взбалтывание στα ελληνικά - συνταρακτικός, ταραχή, ανακίνηση, αναταραχή, ανάδευση, ανάδευσης
  • громадина στα ελληνικά - μέγα ψεύδος, Whopper, το μέγα ψεύδος, κάποιο μπέργκερ, κάτι μέγα
  • дегазировать στα ελληνικά - Degas, Απαερώνεται, απαεριωθεί, απαερώνουμε, του Degas
Τυχαίες λέξεις
Удлинитель στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έκταση, επέκταση, προέκταση, παράταση, επέκτασης, παράτασης