Удобный στα ελληνικά
Μετάφραση: удобный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φιλικός, ευνοϊκός, βολικός, ευμενής, πρόχειρος, εύκολος, κατοικήσιμος, κατάλληλος, άνετος, πρόσφορος, πρακτικός, επισπεύδω, εύχρηστος, φιλική προς το χρήστη, φιλικό προς το χρήστη, φιλική προς τον χρήστη, φιλικές προς τον χρήστη, εύχρηστο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- алтарь στα ελληνικά - βωμός, καταφύγιο, βωμό, θυσιαστήριο, βωμού, θυσιαστηρίου
- аудитория στα ελληνικά - διάλεξη, δωμάτιο, παρουσία, χώρος, ακροατήριο, νουθετώ, αίθουσα, ...
- беспощадный στα ελληνικά - ανελέητος, άγριος, άσπλαχνος, σκληρός, βάρβαρος, αδίστακτος, ανηλεής, ...
- завлекательный στα ελληνικά - σαγηνευτικός, δελεαστικός, δελεαστικό, προσελκύοντας, δελεαστικές, δελεαστική
Τυχαίες λέξεις
Удобный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φιλικός, ευνοϊκός, βολικός, ευμενής, πρόχειρος, εύκολος, κατοικήσιμος, κατάλληλος, άνετος, πρόσφορος, πρακτικός, επισπεύδω, εύχρηστος, φιλική προς το χρήστη, φιλικό προς το χρήστη, φιλική προς τον χρήστη, φιλικές προς τον χρήστη, εύχρηστο
Μεταφράσεις: φιλικός, ευνοϊκός, βολικός, ευμενής, πρόχειρος, εύκολος, κατοικήσιμος, κατάλληλος, άνετος, πρόσφορος, πρακτικός, επισπεύδω, εύχρηστος, φιλική προς το χρήστη, φιλικό προς το χρήστη, φιλική προς τον χρήστη, φιλικές προς τον χρήστη, εύχρηστο