Узаконенный στα ελληνικά

Μετάφραση: узаконенный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νόμιμος, καθορισμένος, νομιμοποίησε, νομιμοποιηθεί, νομιμοποιήθηκε, νομιμοποιηθούν, επικυρωμένα
Узаконенный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аэроплан στα ελληνικά - αεροπλάνο, αεροπλάνου, του αεροπλάνου, αεροπλάνων
  • безоговорочно στα ελληνικά - άνευ όρων, ανεπιφύλακτα, χωρίς όρους, ανεπιφύλακτη
  • выделяющий στα ελληνικά - ξεχωρίζοντας, να δακτυλοδεικτείται, δακτυλοδεικτείται, εντοπίζοντας στην, επιλογή μόνον
  • дружина στα ελληνικά - σωματοφύλακας, γυναίκα, συγκρότημα, ακολουθία, σύμπλεγμα, σύζυγος, ομάδα, ...
Τυχαίες λέξεις
Узаконенный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νόμιμος, καθορισμένος, νομιμοποίησε, νομιμοποιηθεί, νομιμοποιήθηκε, νομιμοποιηθούν, επικυρωμένα