Узкий στα ελληνικά
Μετάφραση: узкий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μικροπρεπής, μικρός, σφιχτός, στενός, στενό, στενά, στενή, στενές
Μεταφράσεις
- блеклый στα ελληνικά - φίνος, μαλθακός, ξηρός, φιλάσθενος, λεπτός, στεγνός, ξεθωριάσει, ...
- ввести στα ελληνικά - εργαλείο, όργανο, επιβάλλω, θεσπίζω, εισάγω, συστήνω, υλοποιώ, ...
- гигиенист στα ελληνικά - υγιεινολόγος, υγιεινολόγο, ο υγιεινολόγος, υγειονολόγο, υγιεινολόγου
- еще στα ελληνικά - ήρεμος, αλλιώς, ακίνητος, γαλήνιος, άλλος, ωστόσο, ακόμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Узкий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μικροπρεπής, μικρός, σφιχτός, στενός, στενό, στενά, στενή, στενές
Μεταφράσεις: μικροπρεπής, μικρός, σφιχτός, στενός, στενό, στενά, στενή, στενές