Уклончивый στα ελληνικά
Μετάφραση: уклончивый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασύλληπτος, διφορούμενος, φευγαλέος, αμφίλογος, υπεκφυγές, αποφυγής, αόριστες, για ακινητοποίηση
Μεταφράσεις
- автомобилестроение στα ελληνικά - αυτοκίνητο, παραγωγή, η παραγωγή, την παραγωγή, παραγωγής, της παραγωγής
- антисемитизм στα ελληνικά - αντισημιτισμό, αντισημιτισμού, του αντισημιτισμού, αντισημιτισμός, τον αντισημιτισμό
- безучастный στα ελληνικά - ουδέτερος, άδειος, αδιάφορος, οκνός, νεκρό, κενός, ράθυμος, ...
- взброс στα ελληνικά - μεταρσιώνω, ανύψωση, ανάταση, ανύψωσης, εφοδιασμού με, προσαύξηση
Τυχαίες λέξεις
Уклончивый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασύλληπτος, διφορούμενος, φευγαλέος, αμφίλογος, υπεκφυγές, αποφυγής, αόριστες, για ακινητοποίηση
Μεταφράσεις: ασύλληπτος, διφορούμενος, φευγαλέος, αμφίλογος, υπεκφυγές, αποφυγής, αόριστες, για ακινητοποίηση