Ασύλληπτος στα ρωσικά

Μετάφραση: ασύλληπτος, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неуловимый, неосязаемый, утонченный, уклончивый, изящный, неперехваченное, неперехваченная, неперехваченным, непойманные, Uncaught
Ασύλληπτος στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασύλληπτος

ασύλληπτος συνώνυμα, ασύλληπτος συνώνυμο, ασύλληπτος λεξικό γλώσσας ρωσικά, ασύλληπτος στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • ασωτία στα ρωσικά - расточительство, обжорство, мотовство, распущенность, изобилие, разврат, пьянство, ...
  • ασύγχρονος στα ρωσικά - асинхронный, асинхронного, асинхронные, асинхронной, асинхронная
  • ασύμμετρος στα ρωσικά - несимметрический, несимметричный, несоразмерный, несоразмерная, несоизмеримы, несоизмеримой, несоизмерима
  • ασύμπτωτο στα ρωσικά - асимптота, асимптотой, асимптотика, асимптоту, асимптоты
Τυχαίες λέξεις
Ασύλληπτος στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: неуловимый, неосязаемый, утонченный, уклончивый, изящный, неперехваченное, неперехваченная, неперехваченным, непойманные, Uncaught