Уловимый στα ελληνικά
Μετάφραση: уловимый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αισθητός, αντιληπτός, αισθητή, αντιληπτή, αντιληπτό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вольность στα ελληνικά - οικειότητα, ελευθερία, ελευθερίας, ελεύθερης, ελεύθερη, την ελευθερία
- выстоять στα ελληνικά - παραμένω, εξέδρα, αντέχουν, αντέχει, αντέξει, αντέξουν, να αντέξει
- глэдис στα ελληνικά - Γκλάντις, Gladys, Το Gladys, της Gladys, Gladys στο
- дисквалифицировать στα ελληνικά - αποκλείσει, να αποκλείσει, αποκλείει, αποκλεισμό, αποκλείσουν
Τυχαίες λέξεις
Уловимый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αισθητός, αντιληπτός, αισθητή, αντιληπτή, αντιληπτό
Μεταφράσεις: αισθητός, αντιληπτός, αισθητή, αντιληπτή, αντιληπτό