Умножать στα ελληνικά
Μετάφραση: умножать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πολλαπλασιάζω, πολλαπλασιάστε, πολλαπλασιάσουμε, πολλαπλασιάσετε, πολλαπλασιάσει, πολλαπλασιάζουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бессмертие στα ελληνικά - αθανασία, αθανασίας, την αθανασία, της αθανασίας, η αθανασία
- будущность στα ελληνικά - μελλοντικός, μέλλον, μελλοντική, μελλοντικές, μελλοντικών
- выравнивать στα ελληνικά - ισοπεδώνω, σωστός, ακόμα, ίσος, λείος, δικαίωμα, δεξιός, ...
- догматичный στα ελληνικά - δογματικός, δογματική, δογματικές, δογματικό, δογματικής
Τυχαίες λέξεις
Умножать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πολλαπλασιάζω, πολλαπλασιάστε, πολλαπλασιάσουμε, πολλαπλασιάσετε, πολλαπλασιάσει, πολλαπλασιάζουν
Μεταφράσεις: πολλαπλασιάζω, πολλαπλασιάστε, πολλαπλασιάσουμε, πολλαπλασιάσετε, πολλαπλασιάσει, πολλαπλασιάζουν