Умственный στα ελληνικά
Μετάφραση: умственный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διανοούμενος, πνευματικός, ψυχικός, διανοητικός, ψυχική, ψυχικής, διανοητική, νοητική, ψυχικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бесстрастно στα ελληνικά - ψύχραιμα, ψυχραιμία, αμερόληπτα, χωρίς πάθος
- весты στα ελληνικά - ηγούμαι, λουρί, μισθός, φέρσιμο, διεξάγω, μόλυβδος, συμπεριφορά, ...
- высосанный στα ελληνικά - αναρροφάται, αναρροφείται, πιπιλίσουν, αναρροφηθεί, αναρροφούνται
- дебентура στα ελληνικά - ομόλογο, χρεωστικό ομόλογο, Ομολογιακά, ομολογιακών, ομολογιακών δανείων
Τυχαίες λέξεις
Умственный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διανοούμενος, πνευματικός, ψυχικός, διανοητικός, ψυχική, ψυχικής, διανοητική, νοητική, ψυχικές
Μεταφράσεις: διανοούμενος, πνευματικός, ψυχικός, διανοητικός, ψυχική, ψυχικής, διανοητική, νοητική, ψυχικές