Унижать στα ελληνικά
Μετάφραση: унижать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συρρικνώνομαι, ταπεινώνω, χαμηλός, μικραίνω, χαμηλώνω, εξευτελίζω, καθαιρώ, ταπεινός, εκφαυλίζω, μειώνομαι, υποβαθμίζω, ξεφτιλίζω, ταπεινώσει, εξευτελίζουν, εξευτελίσει, ταπεινώσουν, ταπεινώνει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- внутренность στα ελληνικά - εσωτερικό, πυρήνας, μέσα, εντός, στο εσωτερικό, μέσα σε
- дискредитировать στα ελληνικά - αμφισβητώ, εξευτελίζω, δυσφημίσει, δυσφημήσει, δυσφημήσουν, δυσφημίσουν, δυσφήμιση
- дознаваться στα ελληνικά - βρίσκω, εύρημα, εξακριβώνω, διαπιστώνω, ανεύρεση, doznavatsya
- дошлый στα ελληνικά - πανουργία, καπάτσος, έξυπνος, πονηρός, πανέξυπνος, τετραπέρατος, πονηριά, ...
Τυχαίες λέξεις
Унижать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συρρικνώνομαι, ταπεινώνω, χαμηλός, μικραίνω, χαμηλώνω, εξευτελίζω, καθαιρώ, ταπεινός, εκφαυλίζω, μειώνομαι, υποβαθμίζω, ξεφτιλίζω, ταπεινώσει, εξευτελίζουν, εξευτελίσει, ταπεινώσουν, ταπεινώνει
Μεταφράσεις: συρρικνώνομαι, ταπεινώνω, χαμηλός, μικραίνω, χαμηλώνω, εξευτελίζω, καθαιρώ, ταπεινός, εκφαυλίζω, μειώνομαι, υποβαθμίζω, ξεφτιλίζω, ταπεινώσει, εξευτελίζουν, εξευτελίσει, ταπεινώσουν, ταπεινώνει