Уполномочивать στα ελληνικά
Μετάφραση: уполномочивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαπιστεύω, εξουσιοδοτώ, να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, να επιτρέπουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- барабанщик στα ελληνικά - τυμπανιστής, ντράμερ, drummer, τυμπανιστή, τον ντράμερ
- выкачивать στα ελληνικά - αντλία, βρύση, εκβιάζω, παρακεντώ, στραγγίζω, τρόμπα, φουσκώνω, ...
- грудь στα ελληνικά - στήθος, μαστού, του μαστού, στήθους, μητρικό
- деноминация στα ελληνικά - ονομασία, ονομαστική αξία, ονομασίας, ονομαστικής αξίας, ονομασία της
Τυχαίες λέξεις
Уполномочивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαπιστεύω, εξουσιοδοτώ, να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, να επιτρέπουν
Μεταφράσεις: διαπιστεύω, εξουσιοδοτώ, να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, να επιτρέπουν