Упускать στα ελληνικά
Μετάφραση: упускать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρανίδα, ενοικιάζομαι, κοροϊδεύω, σταγόνα, αφήνω, μειώνομαι, παραλείπω, χαζός, βλάκας, δεσποινίδα, Μεγάλη χαμένη ευκαιρία, Μις, Δεσποινίς, χάσετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- авантюрный στα ελληνικά - επικίνδυνος, τολμηρός, ριψοκίνδυνος, παράτολμος, περιπετειώδη, περιπετειώδεις, τολμηροί, ...
- антиномия στα ελληνικά - αντινομία, η αντινομία, αντινομίας, αντινομία τούτη
- апельсинный στα ελληνικά - πορτοκάλι, πορτοκαλί, πορτοκαλιού, πορτοκαλιές, πορτοκαλί χρώμα
- воздержавшийся στα ελληνικά - απείχαν, αποχή, απείχε, απείχα, απείχαμε
Τυχαίες λέξεις
Упускать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρανίδα, ενοικιάζομαι, κοροϊδεύω, σταγόνα, αφήνω, μειώνομαι, παραλείπω, χαζός, βλάκας, δεσποινίδα, Μεγάλη χαμένη ευκαιρία, Μις, Δεσποινίς, χάσετε
Μεταφράσεις: ρανίδα, ενοικιάζομαι, κοροϊδεύω, σταγόνα, αφήνω, μειώνομαι, παραλείπω, χαζός, βλάκας, δεσποινίδα, Μεγάλη χαμένη ευκαιρία, Μις, Δεσποινίς, χάσετε