Уровнять στα ελληνικά
Μετάφραση: уровнять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ίσος, επίπεδο, ακόμα, εξισώσει, εξισωθούν, να εξισώσει, την εξίσωση, εξισωθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- автотипия στα ελληνικά - autotype
- бахвалится στα ελληνικά - καυχιέται, brags, καυχάται
- болтовня στα ελληνικά - κουραφέξαλα, τρίζω, κροτώ, φλυαρώ, κουτσομπόλης, πάταγος, ψιττακίζω, ...
- видеть στα ελληνικά - άποψη, βλέπω, κάθισμα, καθίζω, για να δείτε, να δείτε, για να δούμε, ...
Τυχαίες λέξεις
Уровнять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ίσος, επίπεδο, ακόμα, εξισώσει, εξισωθούν, να εξισώσει, την εξίσωση, εξισωθεί
Μεταφράσεις: ίσος, επίπεδο, ακόμα, εξισώσει, εξισωθούν, να εξισώσει, την εξίσωση, εξισωθεί