Устарелый στα ελληνικά

Μετάφραση: устарелый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πεπαλαιωμένος, απαρχαιωμένος, αρχαίος, παρωχημένες, παρωχημένα, παρωχημένη, ξεπερασμένο, άνευ αντικειμένου
Устарелый στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бессвязно στα ελληνικά - disconnectedly
  • верховье στα ελληνικά - πηγή, άνω ρου, ανώτερο φθάνει, άνω φθάνει, ανώτερο τμήμα, ανάντη
  • грамотность στα ελληνικά - αρμοδιότητα, αλφαβητισμού, παιδεία, γραμματισμού, παιδείας, γραμματισμός
  • еврейка στα ελληνικά - Ιουδαΐα, Εβραία, Εβραία της, Εβραία κατ, Εβραίας
Τυχαίες λέξεις
Устарелый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πεπαλαιωμένος, απαρχαιωμένος, αρχαίος, παρωχημένες, παρωχημένα, παρωχημένη, ξεπερασμένο, άνευ αντικειμένου