Устремить στα ελληνικά

Μετάφραση: устремить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορμή, βλέψη, ηγούμαι, αποβλέπω, κλίνω, σκηνοθετώ, καθοδηγώ, γέρνω, διεύθυνση, φιλοδοξία, τρέχω, μόλυβδος, απευθύνω, απορρόφηση, λουρί, σκοπεύω, τείνει, τάση, έχει την τάση, την τάση, τείνουν
Устремить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • береза στα ελληνικά - σημύδα, σημύδας, σημύδων, η σημύδα, από σημύδα
  • двуручный στα ελληνικά - τα δύο χέρια, δύο χέρια, με τα δύο χέρια, δυο χέρια
  • долька στα ελληνικά - τέταρτο, τμήμα, μαχαλάς, λοβίο, λοβού, λοβίου, lobule, ...
  • дремота στα ελληνικά - νύστα, υπνάκος, ύπνος, κοιμάμαι, τσίμπλα, υπνηλία, νωθρότητα, ...
Τυχαίες λέξεις
Устремить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορμή, βλέψη, ηγούμαι, αποβλέπω, κλίνω, σκηνοθετώ, καθοδηγώ, γέρνω, διεύθυνση, φιλοδοξία, τρέχω, μόλυβδος, απευθύνω, απορρόφηση, λουρί, σκοπεύω, τείνει, τάση, έχει την τάση, την τάση, τείνουν