Утепленный στα ελληνικά
Μετάφραση: утепленный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζεστός, σφοδρός, βίαιος, μονωμένα, μονωμένος, μονωμένη, μονωμένο, μονωμένες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- артель στα ελληνικά - συμμορία, σπείρα, συμμορίας, συμμοριών, παρέα, της συμμορίας
- вылежать στα ελληνικά - μένω, μείνετε, να μείνουν, μείνουν, παραμονή, μείνει
- гуммиарабик στα ελληνικά - κολλώ, μαστίχα, κόλλα, αραβικό κόμμι, το αραβικό κόμμι, αραβικού κόμμεος, είναι το αραβικό κόμμι
- девальвация στα ελληνικά - υποτίμηση, υποτίμησης, υποτίμηση του, την υποτίμηση, η υποτίμηση
Τυχαίες λέξεις
Утепленный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζεστός, σφοδρός, βίαιος, μονωμένα, μονωμένος, μονωμένη, μονωμένο, μονωμένες
Μεταφράσεις: ζεστός, σφοδρός, βίαιος, μονωμένα, μονωμένος, μονωμένη, μονωμένο, μονωμένες