Утешительный στα ελληνικά
Μετάφραση: утешительный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χαρούμενος, παρήγορο, ανακουφίζοντας, παρηγορητικό, ανακουφιστικό, παρηγορητικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- гон στα ελληνικά - ασχολία, κυνηγώ, ζέστη, ραντίζω, καταδίωξη, τρέχω, θερμαίνω, ...
- гуманность στα ελληνικά - ανθρωπότητα, ανθρωπότητας, της ανθρωπότητας, την ανθρωπότητα, η ανθρωπότητα
- демонстрация στα ελληνικά - εμφαίνω, οθόνη, διαδήλωση, βαδίζω, δείχνω, παρεκτροπή, παράσταση, ...
- дополнительно στα ελληνικά - Επιπλέον, επιπροσθέτως, Επιπρόσθετα, επί πλέον, επιπλέον να
Τυχαίες λέξεις
Утешительный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χαρούμενος, παρήγορο, ανακουφίζοντας, παρηγορητικό, ανακουφιστικό, παρηγορητικά
Μεταφράσεις: χαρούμενος, παρήγορο, ανακουφίζοντας, παρηγορητικό, ανακουφιστικό, παρηγορητικά