Утомляться στα ελληνικά

Μετάφραση: утомляться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουρασμένος, εξαντλημένος, λάστιχο, ρόδα, ελαστικών, ελαστικού, ελαστικό
Утомляться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • анакард στα ελληνικά - κάσιους, ανακαρδιοειδών, Ανακάρδια, των δυτικών ανακαρδίων, δυτικών ανακαρδίων
  • влажный στα ελληνικά - βρεγμένος, νωπός, νοτισμένος, υγρός, περιχύω, νοτερός, υγρό, ...
  • греза στα ελληνικά - ονειρεύομαι, όνειρο, ονειρεύονται, το όνειρο, ονειρευόμαστε, ονειρευτείτε
  • дуплет στα ελληνικά - ζεύγος, διπλή, doublet
Τυχαίες λέξεις
Утомляться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουρασμένος, εξαντλημένος, λάστιχο, ρόδα, ελαστικών, ελαστικού, ελαστικό