Ухват στα ελληνικά
Μετάφραση: ухват, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πόρπη, συνδετήρας, κουρεύω, ψαλιδίζω, πιρούνι, πιρουνιού, περόνη, διακλάδωση, πηρούνι
Μεταφράσεις
- глубь στα ελληνικά - βάθος, βάθους, το βάθος, εμπεριστατωμένη, διεξοδική
- господство στα ελληνικά - ταλαντεύομαι, λικνίζομαι, πείθω, ιθύνω, κανόνας, βασιλεύω, βασιλεία, ...
- дойти στα ελληνικά - φτάνω, φθάσουν, φθάσει, φτάσουν, φτάσει, να φτάσει
- дружественно στα ελληνικά - ζεστά, φιλικός, φιλικό προς, φιλική προς, φιλικό προς το, φιλική προς το
Τυχαίες λέξεις
Ухват στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πόρπη, συνδετήρας, κουρεύω, ψαλιδίζω, πιρούνι, πιρουνιού, περόνη, διακλάδωση, πηρούνι
Μεταφράσεις: πόρπη, συνδετήρας, κουρεύω, ψαλιδίζω, πιρούνι, πιρουνιού, περόνη, διακλάδωση, πηρούνι