Λέξη: πικρός

Σχετικές λέξεις: πικρός

λέων πικρός, κώστας πικρός, πικρός συνώνυμα, πικρός καιρός, πικρός καφές για το περιβάλλον, πικρός πέτρος, πικρός καφές

Συνώνυμα: πικρός

παγερός, δηκτικός, δριμύς

Μεταφράσεις: πικρός

πικρός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
acrimonious, bitter, acrid, the bitter, bitterness, bitter one

πικρός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acrimonioso, amargo, acre, amargura, amarga, amargas, amargos, amargado

πικρός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bitter, scharf, gallig, ätzend, hart, bitterkeit, herb, erbittert, bitteren, bittere, bitterer

πικρός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
amer, tranchant, revêche, absinthe, aigre, méchanceté, cinglant, amertume, âpre, rude, aigrelet, acerbe, corrosif, acéré, perçant, rêche, amère, amères, amers

πικρός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
amarezza, acerbo, amaro, accanito, acre, amara, amarognolo, amare, amari

πικρός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
amargo, amargoso, amaro, amarga, amargas, bitter, amargos

πικρός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verbittering, bitter, bitterheid, bittere, verbitterd

πικρός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ожесточенный, горючий, острый, резкий, остроконечный, желчный, въедливый, едкий, сердитый, болевой, горький, мучительный, раздражающий, язвительный, саркастический, горькая, горько, горьким, горькое

πικρός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bitterhet, bitter, besk, bitre, bittert

πικρός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bitter, besk, hätsk, bittra, bittert, beska

πικρός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
karvasvesi, karmea, piikikäs, kitkeryys, katkera, karvas, kärkevä, kirpeys, kirpeä, katkeruus, kitkerä, katkeran, katkeria

πικρός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bitter, bitre, bittert

πικρός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pronikavý, prudký, štiplavý, nerudný, rozhořčení, hořký, příkrý, strohý, trpký, nevlídný, uštěpačný, hořkost, kousavý, zloba, ostrý, trpkost, hořká, hořké, bitter, hořkou

πικρός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
spiczasty, uszczypliwy, ostry, cierpki, zaciekły, zjadliwy, goryczkowy, piołunowy, zgryźliwy, gorzki, przenikliwy, kwaskowaty, gorzkie, gorzka, bitter, gorzkiej

πικρός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
keserű, keserû, kesernyés, a keserű, elkeseredett

πικρός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sert, acı, şiddetli, acı bir, bitter

πικρός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дратуючий, гостре, гіркий, гірчити, болісний, болючий, гостра, дратівний, уїдливий, сердитий, Горький, гіркого

πικρός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hidhur, i hidhur, e hidhur, të hidhur, hidhura

πικρός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
горския, горчив, горчиво, горчива, горчивия, горчиви

πικρός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
горкі

πικρός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
salvav, terav, verine, lõikav, küüniline, kibe, kibestunud, mõru, kibeda, bitter, kibedat

πικρός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
razdražljiv, gorak, jedak, zajedljiv, gorko, nadražujući, ljut, ogorčen, oštar, gorka, gorke

πικρός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
beiskur, bitur, biturt, beiskt, beiskju, beisk

πικρός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
amarus

πικρός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kartus, kartumas, kartaus, Gorkij, kartūs

πικρός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rūgts, rūgti, rūgta, bitter, rūgtu

πικρός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
горчливо, горчлива, горчливи, горчлив, горчливата

πικρός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
amar, amară, amare, amara, bitter

πικρός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
grenak, bitter, grenko, grenka, grenkega

πικρός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
trpký, ostrý, horký, horké
Τυχαίες λέξεις