Уходить στα ελληνικά

Μετάφραση: уходить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαδίζω, αποσύρω, μετακομίζω, κίνηση, παρατάω, μάρτιος, υπαναχωρώ., ταξιδεύω, αποσύρομαι, πηγαίνω, παραιτούμαι, φεύγω, σεργιανίζω, υπαναχωρώ, σαλεύω, κινώ, άδεια, φύγω, αφήσει, αφήνουν, αφήσετε
Уходить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ассоциировать στα ελληνικά - συσχετίζω, συνέταιρος, συνδέω, συνεργάτης, συνεργάτη, συγγενούς, συγγενή, ...
  • встречать στα ελληνικά - συνάντηση, συναντώ, χαιρετώ, χαιρετίζω, Γνώρισε, Γνωρίστε, πληρούν, ...
  • десна στα ελληνικά - μαστίχα, κόμμι, κόμμεος, ούλων, κόμμεως, τσίχλας
  • жеманство στα ελληνικά - επιτήδευση, εκζήτηση, νάζια, επηρεασμού, επηρεασμός, προσποίηση
Τυχαίες λέξεις
Уходить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαδίζω, αποσύρω, μετακομίζω, κίνηση, παρατάω, μάρτιος, υπαναχωρώ., ταξιδεύω, αποσύρομαι, πηγαίνω, παραιτούμαι, φεύγω, σεργιανίζω, υπαναχωρώ, σαλεύω, κινώ, άδεια, φύγω, αφήσει, αφήνουν, αφήσετε