Ущемление στα ελληνικά
Μετάφραση: ущемление, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιστολή, τσιγκουνεύομαι, φραγμός, περιορισμός, δεμένος, συστολή, εξαναγκασμός, τσίμπημα, σύνθλιψης, το τσίμπημα, σύσφιξης, τσιμπώντας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бакенбарды στα ελληνικά - φαβορίτα, γενειά, μουστάκια, ινίδια, τα μουστάκια
- волшебный στα ελληνικά - μαγικός, μαγεία, χαριτωμένος, ιατρικό, μαγικό, μαγική, μαγείας
- вытянуть στα ελληνικά - αποσπώ, εκτινάσσω, τράβηγμα, εκχύλισμα, εκτοξεύω, τραβώ, έλξη, ...
- завоз στα ελληνικά - παραλαβή, παράδοση, διανομή, παράδοσης, παροχής, παροχή
Τυχαίες λέξεις
Ущемление στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιστολή, τσιγκουνεύομαι, φραγμός, περιορισμός, δεμένος, συστολή, εξαναγκασμός, τσίμπημα, σύνθλιψης, το τσίμπημα, σύσφιξης, τσιμπώντας
Μεταφράσεις: περιστολή, τσιγκουνεύομαι, φραγμός, περιορισμός, δεμένος, συστολή, εξαναγκασμός, τσίμπημα, σύνθλιψης, το τσίμπημα, σύσφιξης, τσιμπώντας