Ферма στα ελληνικά
Μετάφραση: ферма, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οικογένεια, μάντρα, αγρόκτημα, στυλό, τοποθεσία, σπιτικό, ράντσο, οικιακός, σπίτι, εκμετάλλευση, αγροκτήματος, φάρμα, γεωργικών εκμεταλλεύσεων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бестактность στα ελληνικά - αγένεια, έλλειψη λεπτότητος
- вышить στα ελληνικά - ράβω, κεντώ, κεντούν, κεντήσω, κεντήσουν, embroider
- грузопоток στα ελληνικά - αγαθά, δοσοληψία, κυκλοφορία, εμπορευματικών μεταφορών, εμπορευματικές μεταφορές, των εμπορευματικών μεταφορών, μεταφορές εμπορευμάτων, ...
- живописать στα ελληνικά - εικόνα, απεικονίζουν, απεικονίζει, απεικονίσει, παριστάνουν, αναπαριστούν
Τυχαίες λέξεις
Ферма στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οικογένεια, μάντρα, αγρόκτημα, στυλό, τοποθεσία, σπιτικό, ράντσο, οικιακός, σπίτι, εκμετάλλευση, αγροκτήματος, φάρμα, γεωργικών εκμεταλλεύσεων
Μεταφράσεις: οικογένεια, μάντρα, αγρόκτημα, στυλό, τοποθεσία, σπιτικό, ράντσο, οικιακός, σπίτι, εκμετάλλευση, αγροκτήματος, φάρμα, γεωργικών εκμεταλλεύσεων