Фильтровать στα ελληνικά

Μετάφραση: фильтровать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τεντώνω, διηθώ, στραμπουλίζω, κρησαρίζω, οχετός, εισχωρώ, φίλτρο, ζόρι, στραγγίζω, φίλτρου, του φίλτρου, φίλτρων, ηθμού
Фильтровать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • визгливо στα ελληνικά - στριγκά, τα διαπεραστικά, τα διαπεραστικά τους, διαπεραστικά τους
  • винт-барашек στα ελληνικά - βίδα, κοχλία, βιδωτό, βιδωτό κοχλία, βίδα για
  • дарвинизм στα ελληνικά - δαρβινισμός, Δαρβινισμού, Δαρβινισμό, ο Δαρβινισμός, τον Δαρβινισμό
  • демократизировать στα ελληνικά - εκδημοκρατίσουμε, εκδημοκρατίσουν, εκδημοκρατιστεί, τον εκδημοκρατισμό, εκδημοκρατισμό της
Τυχαίες λέξεις
Фильтровать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τεντώνω, διηθώ, στραμπουλίζω, κρησαρίζω, οχετός, εισχωρώ, φίλτρο, ζόρι, στραγγίζω, φίλτρου, του φίλτρου, φίλτρων, ηθμού