Финик στα ελληνικά
Μετάφραση: финик, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ημερομηνία, χουρμάς, ημερομηνίας, την ημερομηνία, σήμερα, ημερομηνία που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- арестованный στα ελληνικά - φυλακισμένος, συνελήφθη, συνελήφθησαν, συλληφθεί, συνέλαβαν, συνέλαβε
- воссоединить στα ελληνικά - ξανασμίγω, συμφιλιώνομαι, συμφιλιώνω, επανενώνει, επανενώσει, επανενωθεί, επανενώσουμε, ...
- вырваться στα ελληνικά - διάλλειμα, αντεπίθεση, εκρήγνυμαι, σπάζω, διάλειμμα, ξεφύγει, ξεφύγουν, ...
- выцветать στα ελληνικά - ξεθωριάζω, αραιώνω, ξεθωριάζει, ξεθώριασμα, fade, εξασθενίζουν, εξασθενίζει
Τυχαίες λέξεις
Финик στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ημερομηνία, χουρμάς, ημερομηνίας, την ημερομηνία, σήμερα, ημερομηνία που
Μεταφράσεις: ημερομηνία, χουρμάς, ημερομηνίας, την ημερομηνία, σήμερα, ημερομηνία που