Финифть στα ελληνικά
Μετάφραση: финифть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σμάλτο, αδαμαντίνη, εμαγιέ, σμάλτου, αδαμαντίνης, σμάλτο των
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вероломный στα ελληνικά - ψευδής, αναληθής, ψεύτικος, επίβουλος, λάθος, προδοτικός, ύπουλος, ...
- гуртить στα ελληνικά - μύλος, εργοστάσιο, αλέθω, αγέλη, κοπάδι, αγέλης, ζωικού κεφαλαίου, ...
- достопочтенный στα ελληνικά - άξιος, σεπτός, Hon, γλυκέ μου, επίτιμος, γλυκέ, ομ
- заварной στα ελληνικά - βραστό, βρασμένο, βραστά, βρασμένα, βράζεται
Τυχαίες λέξεις
Финифть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σμάλτο, αδαμαντίνη, εμαγιέ, σμάλτου, αδαμαντίνης, σμάλτο των
Μεταφράσεις: σμάλτο, αδαμαντίνη, εμαγιέ, σμάλτου, αδαμαντίνης, σμάλτο των