Фон στα ελληνικά
Μετάφραση: фон, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποτρέπω, ματαιώνω, έδαφος, εντύπωση, χωράφι, θεμέλιο, πεδίο, φόντο, προσαράσσω, τομέας, πλαίσιο, γη, υπόβαθρο, παρασκήνιο, φόντου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аккредитовать στα ελληνικά - διαπιστεύω, εξουσιοδοτώ, διαπιστεύσει, διαπίστευση, πιστοποιούν, διαπιστεύουν, διαπιστεύει
- горошина στα ελληνικά - μπιζέλι, παξιμάδι, μπιζελιού, αρακά, μπιζελιών, μπιζέλια
- дешевый στα ελληνικά - φτηνός, χυδαίος, χαμηλός, βάναυσος, πρόστυχος, χαμηλό κόστος, χαμηλού κόστους, ...
- дискреционный στα ελληνικά - διακριτική, διακριτική ευχέρεια, διακριτικής, διακριτικής ευχέρειας, τη διακριτική
Τυχαίες λέξεις
Фон στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποτρέπω, ματαιώνω, έδαφος, εντύπωση, χωράφι, θεμέλιο, πεδίο, φόντο, προσαράσσω, τομέας, πλαίσιο, γη, υπόβαθρο, παρασκήνιο, φόντου
Μεταφράσεις: αποτρέπω, ματαιώνω, έδαφος, εντύπωση, χωράφι, θεμέλιο, πεδίο, φόντο, προσαράσσω, τομέας, πλαίσιο, γη, υπόβαθρο, παρασκήνιο, φόντου