Фривольный στα ελληνικά

Μετάφραση: фривольный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γρήγορα, ελαφρόμυαλος, γρήγορος, αισχρός, επιπόλαιος, χυδαίος, επιπόλαιες, επιπόλαια, επιπόλαιη, επιπόλαιο
Фривольный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аккредитация στα ελληνικά - διαπίστευση, διαπίστευσης, πιστοποίησης, πιστοποίηση, τη διαπίστευση
  • безбумажный στα ελληνικά - χωρίς χαρτί, χωρίς χαρτιά, χωρίς τη χρήση χαρτιού, χωρίς έντυπα
  • вязальщик στα ελληνικά - πλέκων, πλέκτρια, πλέξιμο, knitter, πλέκων ο
  • допустимо στα ελληνικά - Επιτρέπεται, επιτρεπτή, επιτρεπόμενη, επιτρεπόμενο, επιτρεπτό
Τυχαίες λέξεις
Фривольный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γρήγορα, ελαφρόμυαλος, γρήγορος, αισχρός, επιπόλαιος, χυδαίος, επιπόλαιες, επιπόλαια, επιπόλαιη, επιπόλαιο