Хмельное στα ελληνικά
Μετάφραση: хмельное, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλκοόλ, οινόπνευμα, μεθυστικός, μεθυστικό, μεθυστική, μεθυστικά, μεθυστικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- анемичный στα ελληνικά - αναιμία, αναιμικός, αναιμικούς, αναιμική, αναιμικά, αναιμικοί
- бесстрастно στα ελληνικά - ψύχραιμα, ψυχραιμία, αμερόληπτα, χωρίς πάθος
- веять στα ελληνικά - λιχνίζω, οπαδός, φυσώ, βεντάλια, αναπνέω, ανεμιστήρας, τολύπη, ...
- дробовик στα ελληνικά - κυνηγετικό όπλο, καραμπίνα, όπλο, όπλου
Τυχαίες λέξεις
Хмельное στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλκοόλ, οινόπνευμα, μεθυστικός, μεθυστικό, μεθυστική, μεθυστικά, μεθυστικές
Μεταφράσεις: αλκοόλ, οινόπνευμα, μεθυστικός, μεθυστικό, μεθυστική, μεθυστικά, μεθυστικές