Οινόπνευμα στα ρωσικά
Μετάφραση: οινόπνευμα, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
алкоголь, спирт, хмельное, дух, духа, духом, духе
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οινόπνευμα
οινόπνευμα καθαρό τιμή, οινόπνευμα καθαρό, οινόπνευμα στο αυτί, οινόπνευμα τιμή, οινόπνευμα στα αγγλικά, οινόπνευμα λεξικό γλώσσας ρωσικά, οινόπνευμα στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- οικτρός στα ρωσικά - презренный, жалостный, ничтожный, сверхинициативный, сострадательный, прискорбный, жалостливый, ...
- οικόσημο στα ρωσικά - вершина, куща, шлем, хохолок, хохол, пик, расческа, ...
- οκνηρία στα ρωσικά - леность, хандра, бездельничанье, нудь, лень, скука, ленивец, ...
- οκνός στα ρωσικά - беспечный, бесстрастный, бесчувственный, безучастный, безмятежный, небрежный, беззаботный, ...
Τυχαίες λέξεις
Οινόπνευμα στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: алкоголь, спирт, хмельное, дух, духа, духом, духе
Μεταφράσεις: алкоголь, спирт, хмельное, дух, духа, духом, духе