Хрюкнуть στα ελληνικά
Μετάφραση: хрюкнуть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουρμουρίζω, γρυλλίζω, γρυλλισμός, βουτυρόψαρο, γρύλισμα, grunt
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- анофелес στα ελληνικά - ανώνυμος, ανωφελές κουνούπι, Anopheles, ειδών Anopheles, Ανωφελούς, του Anopheles
- гранильщик στα ελληνικά - λιθοχαράκτης, λιθόγλυφος, επιγραμματικό, επεξεργαστής πολύτιμων λίθων, λακωνικά
- грязновато-коричневый στα ελληνικά - μακάβριος, βρώμικο, βρώμικα, βρώμικη, βρώμικος, βρώμικες
- долото στα ελληνικά - σμίλη, λαξεύω, καλέμι, κοπίδι, σμίλης, σκαρπέλο
Τυχαίες λέξεις
Хрюкнуть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουρμουρίζω, γρυλλίζω, γρυλλισμός, βουτυρόψαρο, γρύλισμα, grunt
Μεταφράσεις: μουρμουρίζω, γρυλλίζω, γρυλλισμός, βουτυρόψαρο, γρύλισμα, grunt