Цепь στα ελληνικά
Μετάφραση: цепь, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμαξοστοιχία, αλυσίδα, φάσμα, εμβέλεια, τρένο, καδένα, εκπαιδεύω, διακυμαίνομαι, αλυσίδας, αλύσου, της αλυσίδας, άλυσο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вероятность στα ελληνικά - προαίρεση, θέληση, πιθανότητα, διαθήκη, προσδοκία, πιθανότητας, πιθανοτήτων, ...
- волнолом στα ελληνικά - αποβάθρα, μόλος, κυματοθραύστης, κυματοθραύστη, λιμενοβραχίονα, λιμενοβραχίονας, προκυμαίας
- вспомогательный στα ελληνικά - θυγατρική, δευτερεύων, ανάγλυφος, υποβοηθητικός, ανακούφιση, εκτόνωση, αρωγή, ...
- движок στα ελληνικά - αθλητής, κέρσορας, τσουλήθρα, γλιστρώ, δρομέας, ολισθητής, ρυθμιστικό, ...
Τυχαίες λέξεις
Цепь στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμαξοστοιχία, αλυσίδα, φάσμα, εμβέλεια, τρένο, καδένα, εκπαιδεύω, διακυμαίνομαι, αλυσίδας, αλύσου, της αλυσίδας, άλυσο
Μεταφράσεις: αμαξοστοιχία, αλυσίδα, φάσμα, εμβέλεια, τρένο, καδένα, εκπαιδεύω, διακυμαίνομαι, αλυσίδας, αλύσου, της αλυσίδας, άλυσο