Частный στα ελληνικά

Μετάφραση: частный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μερικός, ιδιωτικός, ιδιαίτερος, μυημένος, αποχωρητήριο, φαντάρος, περιφερειακός, ιδιωτικό, ιδιωτική, ιδιωτικού, ιδιωτικών
Частный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безраздельно στα ελληνικά - εντελώς, τελείως, πλήρως, απολύτως, πλήρη
  • бесноватость στα ελληνικά - διαβολισμός, σατανισμός
  • бондарить στα ελληνικά - βαγενάς, βαρελάς, Bondar, Bondar θα
  • вилок στα ελληνικά - πυρήνας, πιρούνια, διχάλες περóνης, περόνες, forks, περονών
Τυχαίες λέξεις
Частный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μερικός, ιδιωτικός, ιδιαίτερος, μυημένος, αποχωρητήριο, φαντάρος, περιφερειακός, ιδιωτικό, ιδιωτική, ιδιωτικού, ιδιωτικών