Чернить στα ελληνικά

Μετάφραση: чернить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βόρβορος, δυσφημώ, αμαυρώνω, χειροτερεύω, κακολογώ
Чернить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • благонамеренный στα ελληνικά - καλοπροαίρετο, καλοπροαίρετοι, καλοπροαίρετη, καλοπροαίρετες, καλοπροαίρετων
  • вердикт στα ελληνικά - ετυμηγορία, απόφαση, την ετυμηγορία, ετυμηγορίας
  • демиург στα ελληνικά - δημιουργός, Δημιουργός, δημιουργό, Δημιουργού, Demiurge, άφιξη του Δημιουργού
  • доступность στα ελληνικά - απλότητα, διαθεσιμότητα, διαθεσιμότητας, τη διαθεσιμότητα, διάθεση, η διαθεσιμότητα
Τυχαίες λέξεις
Чернить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βόρβορος, δυσφημώ, αμαυρώνω, χειροτερεύω, κακολογώ