Шакал στα ελληνικά
Μετάφραση: шакал, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τσακάλι, τσακαλιού, το τσακάλι, jackal, τσακάλια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безвыездный στα ελληνικά - μόνιμος, χωρίς να κλείνετε, χωρίς να εγκαταλείψει
- бубенцы στα ελληνικά - καμπάνες, κουδούνια, κουδουνιών, κουδουνάκια, τα κουδούνια
- внедрять στα ελληνικά - ενσωματώνω, ενσταλάζω, φτιάχνω, περιζώνω, φυτεύω, όργανο, ρίζα, ...
- вощить στα ελληνικά - κερί, κηρό, κηρού, κηρός, κεριού
Τυχαίες λέξεις
Шакал στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τσακάλι, τσακαλιού, το τσακάλι, jackal, τσακάλια
Μεταφράσεις: τσακάλι, τσακαλιού, το τσακάλι, jackal, τσακάλια